μαλάζω

μαλάζω
και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω)
1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή
2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.)
3. καταπραΰνω, κατευνάζω, ηρεμώ (α. «με τα λόγια του μάλαξε την καρδιά μου» β. «ἐκ τῆς σκληροκαρδίας του μαλάσσεται μεγάλως», Λίβ. Ρόδ.
γ. «μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν», Πολ.)
νεοελλ.
1. παρασκευάζω κάτι ανακατώνοντάς το με τα χέρια, ζυμώνω («μαλάζω το ζυμάρι»)
2. (σχετικά με εδώδιμα) μιαίνω, μαγαρίζω
νεοελλ.-μσν.
1. αγγίζω με τα δάχτυλα, ψηλαφώ
2. (σχετικά με ερωτικές περιπτύξεις) χαϊδολογώ, πασπατεύω
μσν.
1. χειρίζομαι κάτι
2. σκέπτομαι
μσν.-αρχ.
ελαφρύνω, ανακουφίζω («χρόνος μαλάξει σ' οὐδέν ἐσθ' ὁ κατθανών», Ευρ.)
αρχ.
1. καταβάλλω, νικώ, δέρνω (α. «ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεις», Αριστοφ.
β. «ἀνδρῶν ἐσθλῶν στέρνον οὐ μαλάσσεται», Στοβ.)
2. παθ. μαλάσσομαι
(για τον πυρετό) ελαττώνομαι, πέφτω
3. φρ. «μαλάττομαι νόσου» — θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλάσσω (< *μαλάκ-) < μαλακός. Το ρ. μαλάζω μεταπλασμένος τ. τού μαλάσσω, κατά τα ρ. σε -ζω (πρβλ. αλλάσσω: αλλάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλάζω — μαλάζω, μάλαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλάζω — μάλαξα, μαλάχτηκα, μαλαγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μαλακό τρίβοντας ή ζυμώνοντάς το με τα χέρια: Μάλαξα τη ζύμη μέχρι να γίνει ελαστική. 2. αγγίζω, ψηλαφώ, πασπατεύω: Μάλαξε τα μαλλιά του μωρού για να το νανουρίσει. 3. μτφ., καταπραΰνω, ηρεμώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμαλάσσω — (Α ἀναμαλάσσω) (Ν και μαλάζω) μαλάζω ξανά ή συνεχώς ή ελαφρά, μαλακώνω κάτι νεοελλ. 1. ζυμώνω με τα χέρια 2. (το θηλ. τής παθ. μτχ.) η αναμαλαγμένη η γυναίκα που χαϊδεύτηκε ερωτικά από πολλούς …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… …   Dictionary of Greek

  • μαλάσσω — (AM μαλάσσω, Α. αττ. τ. μαλάττω) βλ. μαλάζω …   Dictionary of Greek

  • μαλακιάζω — (Μ) μαλάζω, χαϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • μαλακώνω — (Α μαλακῶ, όω, Μ μαλακώνω) [μαλακός] μαλάζω, κάνω κάτι ευμάλακτο νεοελλ. 1. ανακουφίζω, καταπραΰνω («το φάρμακο αυτό μού μαλάκωσε τον πόνο») 2. (για πρόσ.) κατευνάζω, ηρεμώ («μόλις έβαλα τα κλάματα τόν μαλάκωσα και άρχισε τη συζήτηση») 3. γίνομαι …   Dictionary of Greek

  • προαναμαλάσσω — Α μαλακώνω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναμαλάσσω «μαλάζω, μαλακώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”